WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
block [sth] out vtr + adv | (light: keep out) | εμποδίζω κτ να μπει περίφρ |
| They hung thick dark curtains to block the sunlight out. |
| Κρέμασαν χοντρές σκούρες κουρτίνες για να εμποδίσουν το φως του ηλίου να μπει μέσα. |
block [sb/sth] out vtr + adv | figurative (refuse to listen, think) | απομακρύνω, διώχνω ρ μ |
| | μπλοκάρω ρ μ |
| | κρατάω μακριά ρ μ + επίρ |
| Some people abuse drugs or alcohol to block out bad memories. |
| Μερικοί άνθρωποι κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ για να κρατήσουν μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις. |
block [sth] out, block out [sth] vtr phrasal sep | (artist: draw rough shapes) | σκιτσάρω ρ μ |
| (με γενική) | κάνω ένα πρόχειρο σκίτσο περίφρ |
| (το σκίτσο) | φτιάχνω, ζωγραφίζω ρ μ |
| The artist begins the drawing by blocking out a rough sketch. |
| Ο καλλιτέχνης ξεκινά να ζωγραφίζει κάνοντας ένα πρόχειρο σκίτσο. |
block [sth] out, block out [sth] vtr phrasal sep | figurative (outline or plan roughly) | σκιαγραφώ ρ μ |
| | κάνω ένα πρόχειρο πλάνο του/της έκφρ |
| | φτιάχνω ένα προσχέδιο του/της έκφρ |
| The writer starts by blocking out her story. |